- βαφτιστήρι
- godchild
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
βαφτιστήρι — το και βαπτιστήριο (AM βαπτιστήριον) τόπος ή κτίσμα όπου γινόταν η τελετουργία του βαφτίσματος νεοελλ. 1. κολυμπήθρα 2. το παιδί που βάφτισε κάποιος ως ανάδοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βαφτιστήρι < βαπτιστήριον < βαπτίζω] … Dictionary of Greek
αναδεκτός — και χτός, ή 1. αυτός τον οποίο αναδέχεται κανείς από την κολυμβήθρα κατά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος, αναδεξιμιός, βαφτισιμιός, βαφτιστήρι 2. αυτός πού αναδέχεται από την κολυμβήθρα το παιδί που βαφτίστηκε, ανάδοχος, νονός. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αναδεξιμιός — ο και αναδεξίμι, το (θηλ. ιά) (Μ ἀναδεξιμαῑος) 1. αυτός τον οποίο αναδέχεται κάποιος κατά το βάπτισμα από την κολυμπήθρα, βαφτιστήρι, βαφτισιμιός 2. αυτός που παντρεύθηκε, σε σχέση με τον κουμπάρο που αλλάζει τα στέφανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.… … Dictionary of Greek
βαφτιστήρας — ο [βαφτιστήρι] ο βαφτισιμιός … Dictionary of Greek
Θεκωέ — Βιβλική πόλη της Παλαιστίνης. Ανήκε στη φυλή του Ιούδα και ήταν πατρίδα του προφήτη Αμώς. Η πόλη ήταν κατοικημένη έως τον 15ο αι. μ.Χ. Από την έκταση των σημερινών ερειπίων της φαίνεται ότι είχε σημαντικό μέγεθος. Στις ανασκαφές ήρθαν στο φως… … Dictionary of Greek
βαφτιστήρα — βαφτιστήρα, η και βαφτιστήρι, το ο βαφτισιμιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)